στάχυες

στάχυες
στάχυς
ear of corn
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ενακμάζω — ἐνακμάζω (AM) μσν. μαίνομαι εναντίον κάποιου («ἐνακμάζουσι κατὰ τῶν γειτόνων», Ευστάθ.) αρχ. 1. βρίσκομαι στην ακμή, είμαι ώριμος («ὅταν δὲ τὰ λήια ἐνακμάζῃ καὶ ὦσιν oἱ στάχυες ξανθοί», Αιλιαν.) 2. (για φωτιά) έχω μεγάλες φλόγες, μαίνομαι 3. (για …   Dictionary of Greek

  • κουσκούτα — (Cuscuta). Γένος φυτών της οικογένειας των κομβολβουλιδών (δικοτυλήδονα). Περιλαμβάνει παρασιτικές ετήσιες πόες, οι οποίες στερούνται χλωροφύλλης και έχουν πολύ λεπτούς, επιμήκεις, νηματοειδείς βλαστούς, κίτρινου χρώματος, από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κριθάρι — Ποώδες φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι Hordeum vulgare. Έχει ύψος περίπου 1 μ. και ισχυρούς, όρθιους και λεπτούς καλάμους, με μεγάλα μεσογονάτια διαστήματα. Τα φύλλα του είναι αραιά,… …   Dictionary of Greek

  • συνιππάζομαι — ΜΑ, και ενεργ τ. συνιππάζω Μ ιππεύω μαζί με ἄλλους, μετακινούμαι έφιππος μαζί με άλλους («συνιππαζομένου Σκύθαις», Πλούτ.) μσν. μτφ. συνακολουθώ, παρέπομαι («λόγοι πνευματικοὶ βίον σεμνόν μὴ ἔχοντες συνιππάζοντα στάχυές εἰσιν ἀνεμόφθοροι», Παλλάδ …   Dictionary of Greek

  • χίδρα — (I) και δ. γρφ. χέδρα, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «χίδρα στάχυες νεογενεῑς ἤ τὰ ἐξ ὀσπρίων ἄλευρα ἤ σῑτος νέος φρυττόμενος ἤ τὰ ὀσπριώδη σπέρματα». [ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ. αντί τού πληθ. χῖδρα τής λ. χῖδρον*]. (II) τὰ, Α βλ. χῑδρον …   Dictionary of Greek

  • μουσίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, που φύονται στα υγρά και θερμά κλίματα των τροπικών περιοχών. Γενικά περιλαμβάνει πολυετείς, ογκώδεις, ριζωματώδεις πόες, με μορφή δέντρου· τα φύλλα είναι πολύ μεγάλα, με έλασμα που σχίζεται από τις δυο πλευρές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”